πρυμάτσα

πρυμάτσα
η мор. кормовой швартов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πρυμάτσα" в других словарях:

  • πρυμάτσα — η χοντρό σκοινί με το οποίο το πλοίο δένεται από την πρύμη στην ακτή, αλλ. παλαμάρι, κάλος, καραβόσκοινο, γούμενα: Έδεσαν την πρυμάτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρυμάτσα — η, Ν ναυτ. σχοινί ή συρματόσχοινο κατάλληλο για την πρόσδεση τού πλοίου από την πρύμνη στην προκυμαία, το πρυμνήσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμη + κατάλ. άτσα (πρβλ. λιν άτσα)] …   Dictionary of Greek

  • καραβόσχοινο — και καραβόσκοινο και καραβοσκοίνι, το χοντρό σχοινί καραβιού, παλαμάρι, πρυμάτσα …   Dictionary of Greek

  • παλαμάρι — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου. * * * το χοντρό σχοινί που χρησιμοποιείται για την πρόσδεση τού πλοίου στην προβλήτα, αλλ. κάλως, τόνος, καραβόσκοινο, πρυμάτσα ή… …   Dictionary of Greek

  • πρυμνοδετώ — έω, Ν (σχετικά με πλοίο) δένω από την πρύμνη στην ακτή ή σε άλλο πλοίο με την πρυμάτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + δετῶ (< δέτης < δένω)] …   Dictionary of Greek

  • πρύμνη — και πρύμνα, η, ΝΜΑ, και πρύμη Ν 1. το πίσω μέρος τού πλοίου όπου βρίσκεται το πηδάλιο (α. «τρέμει στην πρύμνη η κόρη καθισμένη», Σολωμ. β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ) 2. (κατ επέκτ.) ολόκληρο το οπίσθιο τμήμα τού καταστρώματος 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • παλαμάρι — το (λ. ιταλ.), χοντρό σκοινί της πρύμης για δέσιμο του πλοίου στη στεριά, αλλ. καραβόσκοινο, κάλος, πρυμάτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»